- νομέας
- (I)ο (Α νομεύς, -έως και μτγν_ τ. νομέας, -ου, επικ. γεν. νομῆος)ποιμένας, βοσκόςνεοελλ.1. (νομ.) το υποκείμενο τής νομής, εκείνος που ασκεί φυσική εξουσία επί πράγματος «διανοίᾳ κυρίου», δηλαδή θέλοντας να έχει το πράγμα δικό του2. συν. στον πληθ. οι νομείςισχυρές χαλύβδινες ή ξύλινες δοκοί από σκληρό ξύλο με καμπύλο σχήμα, οι οποίες στερεώνονται κατά ίσα διαστήματα σε καθεμιά από τις δύο πλευρές τής τρόπιδας τού πλοίου και συναποτελούν με αυτήν τον σκελετό του3. ο επικαρπωτής, αυτός που έχει την επικαρπία ενός ακινήτουαρχ.1. αυτός που διανέμει, που διαμοιράζει2. στον πληθ. oἱ νομέες, τα εγκοίλια, οι πλευρές τού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].————————(II)οζωολ. γένος περκόμορφων οστεοϊχθύων τής οικογένειας nomeidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. nomeus].
Dictionary of Greek. 2013.